παρενθήκη — something put in beside fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενθήκῃ — παρενθήκη something put in beside fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενθήκη — η, ΝΑ [παρεντίθημι] αυτό που παρεμβάλλεται ή προστίθεται σε κάτι άλλο από τα έξω, προσθήκη («τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο», Ηρόδ.) νεοελλ. ναυτ. βάρος πρόσθετο από άχρηστα πράγματα που φορτώνεται σε πλοίο ή βάρκα μόνο για να βοηθήσει… … Dictionary of Greek
παρενθῆκαι — παρενθήκη something put in beside fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενθήκαις — παρενθήκη something put in beside fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενθήκην — παρενθήκη something put in beside fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενθήκης — παρενθήκη something put in beside fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενθήκας — παρενθήκᾱς , παρενθήκη something put in beside fem acc pl παρενθήκᾱς , παρενθήκη something put in beside fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
παρέμβλημα — το καθετί που παρεμβάλλεται ή παρεντίθεται κάπου, η παρενθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβάλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
παρένταξις — άξεως, ἡ, Α [παρεντάττω / παρεντάσσω] 1. παρεμβολή, παρενθήκη, προσθήκη ανάμεσα σε κάτι 2. (για ελαφρώς οπλισμένα στρατεύματα) η παρεμβολή μεταξύ οπλιτών … Dictionary of Greek