παρενθήκη

παρενθήκη
παρεν-θήκη, ,
A something put in beside, addition, τοιήνδε . . παρενθήκην ἐποιήσατο, of works undertaken in completion of others, Hdt.1.186 ; παρενθήκην ἔχρησε ἐς Μιλησίους delivered an oracle by way of parenthesis, Id.6.19 ; τοῦ λόγου π. ποιεέσκετο τήνδε, ὡς . . Id.7.5, cf. 171 ; ἑτέρας τοῦ πολέμου π. ἐποιεῖτο undertook other business in the intervals of the war, Plu.Pomp.41 ; π. ὄψου, = παροψώνημα, Poll.6.56 ; of a remedy interposed in a difficult situation, Lib.Or.59.95.
II smaller wares taken as an addition to the cargo, opp. ἡ ἐμπορία, Plu.2.151e, cf. Poll.1.99, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρενθήκη — something put in beside fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθήκῃ — παρενθήκη something put in beside fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθήκη — η, ΝΑ [παρεντίθημι] αυτό που παρεμβάλλεται ή προστίθεται σε κάτι άλλο από τα έξω, προσθήκη («τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο», Ηρόδ.) νεοελλ. ναυτ. βάρος πρόσθετο από άχρηστα πράγματα που φορτώνεται σε πλοίο ή βάρκα μόνο για να βοηθήσει… …   Dictionary of Greek

  • παρενθῆκαι — παρενθήκη something put in beside fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθήκαις — παρενθήκη something put in beside fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθήκην — παρενθήκη something put in beside fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθήκης — παρενθήκη something put in beside fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθήκας — παρενθήκᾱς , παρενθήκη something put in beside fem acc pl παρενθήκᾱς , παρενθήκη something put in beside fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • παρέμβλημα — το καθετί που παρεμβάλλεται ή παρεντίθεται κάπου, η παρενθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβάλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • παρένταξις — άξεως, ἡ, Α [παρεντάττω / παρεντάσσω] 1. παρεμβολή, παρενθήκη, προσθήκη ανάμεσα σε κάτι 2. (για ελαφρώς οπλισμένα στρατεύματα) η παρεμβολή μεταξύ οπλιτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”